bn:00078488n
Noun Concept
EL
εμπιστοσύνη  trustingness
EL
Η πίστη, η βεβαιότητα ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα, αξία Greek Open Multilingual WordNet
English:
social sciences
emotion
economics
sociology
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πίστη, η βεβαιότητα ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα, αξία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations