bn:00024062n
Noun Concept
EL
λοστός  εξετάζω  εξετάζω μπαρ  καταστρέψει μπαρ  λοστό
EL
Σιδερένιος μοχλός που χρησιμοποιείται κυρίως για να μετακινούνται βαριά και ογκώδη αντικείμενα ή με μύτη στην άκρη για να ανοίγονται τρύπες Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Σιδερένιος μοχλός που χρησιμοποιείται κυρίως για να μετακινούνται βαριά και ογκώδη αντικείμενα ή με μύτη στην άκρη για να ανοίγονται τρύπες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations