bn:00050864n
Noun Concept
Categories: Μηχανολογία
EL
μοχλός  μοχλό
EL
Απλή μηχανή που αποτελείται συνήθως από μια σκληρή ράβδο, η οποία μπορεί να κινείται γύρω από ένα σταθερό σημείο ή άξονα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Απλή μηχανή που αποτελείται συνήθως από μια σκληρή ράβδο, η οποία μπορεί να κινείται γύρω από ένα σταθερό σημείο ή άξονα Greek Open Multilingual WordNet
Στη φυσική, μοχλός είναι ένα άκαμπτο αντικείμενο που σε συνδυασμό με ένα υπομόχλιο μπορεί να πολλαπλασιάσει τη μηχανική δύναμη που ασκείται σε ένα άλλο αντικείμενο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations