bn:00024070n
Noun Concept
EL
μύλη  στεφάνη  στέμμα
EL
Το τμήμα του δοντιού που καλύπτεται από αδαμάντινη ουσία και προβάλλει από τα δόντια Greek Open Multilingual WordNet
English:
tooth
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα του δοντιού που καλύπτεται από αδαμάντινη ουσία και προβάλλει από τα δόντια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations