bn:00024325n
Noun Concept
EL
αδιέξοδο  cul
EL
Πέρασμα που έχει άνοιγμα, έξοδο μόνο από τη μία μεριά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πέρασμα που έχει άνοιγμα, έξοδο μόνο από τη μία μεριά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL
cul