bn:00060883n
Noun Concept
EL
δίοδος  διάβαση  διάδρομος
EL
Το πέρασμα, η διέλευση, η διαδρομή διά μέσου ενός τόπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πέρασμα, η διέλευση, η διαδρομή διά μέσου ενός τόπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet