bn:00024612n
Noun Concept
EL
κόψιμο  άνοιγμα  διάνοιξη  τομή
EL
Η ενέργεια του διατρυπώ ή ανοίγω άνοιγμα με αιχμηρή κόψη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του διατρυπώ ή ανοίγω άνοιγμα με αιχμηρή κόψη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary