bn:00024614n
Noun Concept
EL
κοπή  κόψιμο
EL
Το κόψιμο, η αφαίρεση (τμήματος) από πράγμα, το κούρεμα ή για φυτά (το κλάδεμα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κόψιμο, η αφαίρεση (τμήματος) από πράγμα, το κούρεμα ή για φυτά (το κλάδεμα) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations