bn:00024613n
Noun Concept
EL
κόψιμο  κοπή
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω, το κόψιμο ενός πράγματος σε κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω, το κόψιμο ενός πράγματος σε κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary