bn:00086178v
Verb Concept
EL
κόβω
EL
Με κατάλληλο όργανο ή εργαλείο διαιρώ ένα στερεό σώμα σε μικρότερα κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Με κατάλληλο όργανο ή εργαλείο διαιρώ ένα στερεό σώμα σε μικρότερα κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki