bn:00024979n
Noun Concept
EL
δάκτυλο  δάχτυλο  ψηφίο
EL
Δάχτυλο χεριού ή ποδιού ανθρώπου ή το αντίστοιχο μέρος σώματος των σπονδυλωτών Greek Open Multilingual WordNet
English:
anatomy
body
Definitions
Relations
Sources