bn:00025266n
Noun Concept
Categories: Οδοντόγναθα
EL
λιβελούλα  έντομο γένος anisoptera  λιβελλούλη  Λιβελούλη  οδοντόγναθα
EL
Είδος εντόμου που φέρει ιριδίζοντα φτερά και του οποίου οι νύμφες τρέφονται με κουνούπια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος εντόμου που φέρει ιριδίζοντα φτερά και του οποίου οι νύμφες τρέφονται με κουνούπια Greek Open Multilingual WordNet
Οι λιβελούλες είναι έντομα που ανήκουν στην υπόταξη ανισόπτερα, η οποία εντάσσεται στην τάξη οδοντόγναθα. Wikipedia