bn:00025288n
Noun Concept
Categories: Σημεία στίξης
EL
ενωτικό  διπλή παύλα  παύλα  παύλα en  παύλες
EL
Σημείο στίξης που χρησιμοποιείται μεταξύ μερών μιας σύνθετης λέξης ή μεταξύ συλλαβών μιας λέξης όταν η λέξη χωρίζεται στο τέλος σειράς κειμένου για να συνεχιστεί στην επόμενη σειρά Greek Open Multilingual WordNet
English:
punctuation
typography
symbol
Definitions
Relations
Sources
EL
Σημείο στίξης που χρησιμοποιείται μεταξύ μερών μιας σύνθετης λέξης ή μεταξύ συλλαβών μιας λέξης όταν η λέξη χωρίζεται στο τέλος σειράς κειμένου για να συνεχιστεί στην επόμενη σειρά Greek Open Multilingual WordNet
Η διπλή παύλα είναι σημείο στίξης. Wikipedia
Σημείο στίξης Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations