bn:00025361n
Noun Concept
Categories: Σελινοειδή, Βρώσιμα σκιαδοφόρα, Χλωρίδα της Ασίας, Μελιτοφόρα φυτά, Αμυλούχα λαχανικά
EL
Δαύκος  καρότο  daucus  γένους daucus
EL
Το καρότο ή καρώτο είναι εδώδιμη ρίζα χρώματος πορτοκαλί, αν και υπάρχουν μοβ, μαύρες, κόκκινες και κίτρινες ποικιλίες, που προήλθε από την εξημέρωση του άγριου καρότου, ένα φυτό μονοετές ή διετές της οικογένειας των Απιίδων που είναι ιθαγενές στην Ευρώπη και στη Νοτιοδυτική Ασία. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Το καρότο ή καρώτο είναι εδώδιμη ρίζα χρώματος πορτοκαλί, αν και υπάρχουν μοβ, μαύρες, κόκκινες και κίτρινες ποικιλίες, που προήλθε από την εξημέρωση του άγριου καρότου, ένα φυτό μονοετές ή διετές της οικογένειας των Απιίδων που είναι ιθαγενές στην Ευρώπη και στη Νοτιοδυτική Ασία. Wikipedia
Γένος φυτών Wikidata
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations