bn:00016271n
Noun Concept
EL
καρότο  καρότο Daucus carota  Ραπάνι  Ραπανάκι  Ραπανάκια
EL
Μονοετές ή διετές φυτό που καλλιεργείται ευρέως για τις ρίζες του (που έχουν χρώμα πορτοκαλί σκούρο ή ανοιχτό) σε διάφορες ποικιλίες σε τροπικά και εύκρατα κλίματα Greek Open Multilingual WordNet
English:
root vegetable
Definitions
Relations
Sources