bn:00025420n
Noun Concept
EL
ημέρα
EL
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν κοιμόμαστε και συνήθως εργαζόμαστε Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν κοιμόμαστε και συνήθως εργαζόμαστε Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations