bn:00081586n
Noun Concept
Categories: Ωράριο εργασίας
EL
ωράριο εργασίας  χρόνος εργασίας  χρόνου εργασίας  ώρες εργασίας
EL
Χρονική περίοδος κατά την οποία απαιτείται να δουλεύει κάποιος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χρονική περίοδος κατά την οποία απαιτείται να δουλεύει κάποιος Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος ωράριο εργασίας περιγράφει τη χρονική περίοδο που δουλεύει ένας εργαζόμενος, εντός ενός εικοσιτετραώρου, ύστερα από έγγραφη συμφωνία με τον εργοδότη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations