bn:00025467n
Noun Concept
Categories: Ηλεκτρισμός, Ηλεκτρική ισχύς
EL
συνεχές ρεύμα  συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα  συνεχούς ρεύματος
EL
Ρεύμα με σταθερή φορά και ένταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources