bn:00025677n
Noun Concept
EL
παρακμή
EL
Κατάσταση που απορρέει από τη διαδικασία του παρακμάζειν, σταδιακή απώλεια δύναμης ή αξίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατάσταση που απορρέει από τη διαδικασία του παρακμάζειν, σταδιακή απώλεια δύναμης ή αξίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet