bn:00065370n
Noun Concept
EL
σήψη
EL
Το σάπισμα, η αλλοίωση οργανικής ύλης που συνοδεύεται από δυσάρεστη μυρωδιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σάπισμα, η αλλοίωση οργανικής ύλης που συνοδεύεται από δυσάρεστη μυρωδιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet