bn:00025678n
Noun Concept
Categories: Φαινόμενα, Ραδιενέργεια
EL
ραδιενέργεια  αυτόματη σχάση  ραδιενεργό διάσπαση  δραστικότητα  πυρηνική ακτινοβολία
EL
Η αυτόματη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ορισμένων βαρέων στοιχείων Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αυτόματη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ορισμένων βαρέων στοιχείων Greek Open Multilingual WordNet
Ραδιενέργεια είναι το φαινόμενο της εκπομπής σωματιδίων ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τους πυρήνες ορισμένων χημικών στοιχείων, που γι' αυτό το λόγο ονομάζονται ραδιενεργά. Wikipedia