bn:00025846n
Noun Concept
Categories: Εγκλήματα
EL
υπεξαίρεση  peculation  καταχραστής  καταχρώνται  υπεξαίρεσης
EL
Παράνομη ιδιοποίηση από κάποιον ξένης περιουσίας, της οποίας του είχε ανατεθεί η φύλαξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources