bn:00025872n
Noun Concept
EL
υπεράσπιση  η ομάδα υπεράσπισης  συνήγοροι υπεράσπισης
EL
(συνεκδοχικά) ο συνήγορος ή οι συνήγοροι του κατηγορουμένου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources