bn:00086456v
Verb Concept
EL
υπερασπίζω
EL
(νομική) υποστηρίζω κάποιον ο οποίος κατηγορείται για κάτι, είμαι συνήγορός του σε μια δίκη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(νομική) υποστηρίζω κάποιον ο οποίος κατηγορείται για κάτι, είμαι συνήγορός του σε μια δίκη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet