bn:00026014n
Noun Concept
EL
αναβολή  χρονική υστέρηση
EL
Η καθυστέρηση, αργοπορία στο χρόνο εκτέλεσης ενός έργου. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η καθυστέρηση, αργοπορία στο χρόνο εκτέλεσης ενός έργου. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations