bn:00086515v
Verb Concept
EL
καθυστερώ
EL
Για ενέργεια, διαδικασία που δε γίνεται ή που δεν ολοκληρώνεται μέσα σε έναν καθορισμένο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για ενέργεια, διαδικασία που δε γίνεται ή που δεν ολοκληρώνεται μέσα σε έναν καθορισμένο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet