bn:00026188n
Noun Concept
EL
υποβιβασμός  υποβάθμιση  υποβιβασμό
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της τοποθέτησης ενός προσώπου, πράγματος κ.λπ. σε μια θέση κατώτερη από αυτή στην οποία βρίσκεται Greek Open Multilingual WordNet
English:
rank
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της τοποθέτησης ενός προσώπου, πράγματος κ.λπ. σε μια θέση κατώτερη από αυτή στην οποία βρίσκεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations