bn:00064703n
Noun Concept
EL
προαγωγή  προβιβασμός  την προώθηση
EL
Η άνοδος σε ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα (τάξη, κατηγορία κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
English:
rank
Definitions
Relations
Sources
EL
Η άνοδος σε ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα (τάξη, κατηγορία κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations