bn:00026374n
Noun Concept
Categories: Ιζηματολογία, Πετρολογία
EL
ίζημα  κοίτασμα  προσχωματικό υλικό  ιζήματα
EL
(χημ.) το αδιάλυτο σώμα από τις ουσίες που κατακάθονται στον πυθμένα δοχείου, το οποίο περιέχει κάποιο μείγμα υγρών Greek Open Multilingual WordNet
English:
geology
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημ.) το αδιάλυτο σώμα από τις ουσίες που κατακάθονται στον πυθμένα δοχείου, το οποίο περιέχει κάποιο μείγμα υγρών Greek Open Multilingual WordNet
Το ίζημα είναι ένα υλικό που προκύπτει από φυσικές διεργασίες και ειδικότερα από τη διάβρωση και την αποσάθρωση και στη συνέχεια μεταφέρεται με τη δράση του ανέμου, του νερού ή του πάγου ή με τη δύναμη της βαρύτητας που επενεργεί στα σωματίδια. Wikipedia
Σωματίδια υλικού που καθιζάνουν στην επιφάνεια της γης Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations