bn:00029547n
Noun Concept
Categories: Γεωλογικά φαινόμενα
EL
διάβρωση  αποσάθρωση  διάβρωση του εδάφους  υδατική διάβρωση  φάγωμα
EL
Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος (μετάλλου ή πετρώματος) υπό την επίδραση της υγρασίας, του οξυγόνου του αέρα, των οξέων ή άλλων χημικών ενώσεων Greek Open Multilingual WordNet
English:
geology
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος (μετάλλου ή πετρώματος) υπό την επίδραση της υγρασίας, του οξυγόνου του αέρα, των οξέων ή άλλων χημικών ενώσεων Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο αποσάθρωση εννοούμε την προοδευτική και σταδιακή αποσύνθεση των υλικών των εδαφών, των πετρωμάτων, της λάσπης αλλά και τεχνητών υλικών με την πάροδο του χρόνου υπό την επίδραση παραγόντων του περιβάλλοντος, όπως του ανέμου, του νερού, του πάγου ή ακόμη και των ζωντανών οργανισμών, αλλά και τη διάβρωση. Wikipedia