bn:00026388n
Noun Concept
EL
αποθήκη
EL
Κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθως κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθως κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations