bn:00026550n
Noun Concept
EL
επιθυμία
EL
Το συναίσθημα που συνοδεύει μια ανικανοποίητη κατάσταση, το να θέλει κανείς κάτι. Greek Open Multilingual WordNet
English:
emotion
Definitions
Relations
Sources
EL
Το συναίσθημα που συνοδεύει μια ανικανοποίητη κατάσταση, το να θέλει κανείς κάτι. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations