bn:00026841n
Noun Concept
EL
διάμετρος  διάμετρο  διαμ.  διαμέτρων
EL
Το ευθύγραμμο τμήμα που διέρχεται από το κέντρο κύκλου, συνδέοντας δύο σημεία της περιφέρειάς του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ευθύγραμμο τμήμα που διέρχεται από το κέντρο κύκλου, συνδέοντας δύο σημεία της περιφέρειάς του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations