bn:00070193n
Noun Concept
EL
τμήμα
EL
Καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν ένα σύνολο ή που δημιουργούνται από τη διάσπασή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν ένα σύνολο ή που δημιουργούνται από τη διάσπασή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet