bn:00026877n
Noun Concept
Categories: Μύες του κορμού, Θώρακας
EL
διάφραγμα  θωρακική διάφραγμα
EL
Μυς λεπτός σαν υμένας, που διαχωρίζει κοιλότητες ή όργανα του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
anatomy
lung
Definitions
Relations
Sources
EL
Μυς λεπτός σαν υμένας, που διαχωρίζει κοιλότητες ή όργανα του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Στην ανατομία των θηλαστικών, το θωρακικό διάφραγμα ή απλά διάφραγμα είναι σκελετικός μυς που εκτείνεται σε όλο τo κάτω μέρος του θώρακα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary