bn:00026965n
Noun Concept
Categories: Ρωμαϊκό δίκαιο, Ρωμαϊκοί τίτλοι, Δικτάτορες, Εκφράσεις
EL
δικτάτορας  δυνάστης  δικτάτορα  δικτάτορες  δικτατορικό
EL
Αυτός που ασκεί απολυταρχικά την εξουσία, ο απόλυτος άρχων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ασκεί απολυταρχικά την εξουσία, ο απόλυτος άρχων Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος Δικτάτορας ή Δικτάτωρ προέρχεται από το λατινικό dictator με το οποίο και χαρακτηρίζεται αυτός που κελεύει. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations