bn:00027053n
Noun Concept
Categories: Φυσικοχημεία, Διαλύματα, Φαινόμενα μεταφοράς, Στατιστική μηχανική
EL
διάχυση  διάχυσης
EL
Η αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων, που βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, η οποία οφείλεται στη θερμική κίνηση των σωματιδίων τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων, που βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, η οποία οφείλεται στη θερμική κίνηση των σωματιδίων τους Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά, στη Φυσικοχημεία διάχυση, ή παθητική μεταφορά, χαρακτηρίζεται η τάση των μορίων μιας ουσίας να διασπείρονται από περιοχές υψηλότερης συγκέντρωσης προς τις περιοχές μικρότερης συγκέντρωσης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations