bn:00061657n
Noun Concept
EL
διαποτισμός  διείσδυση  διάχυση  χρίση
EL
Η διαδικασία του να διαπερνώ κάτι και να εισχωρώ σε αυτό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διαδικασία του να διαπερνώ κάτι και να εισχωρώ σε αυτό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations