bn:00027352n
Noun Concept
EL
κατεύθυνση  τρόπο
EL
Η πορεία που ακολουθεί κάποιος ή κάτι για να φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πορεία που ακολουθεί κάποιος ή κάτι για να φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations