bn:00047741n
Noun Concept
EL
διαδρομή
EL
Μια επιβεβλημένη γραμμή, πορεία ταξιδιού ή πρόσβασης σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μια επιβεβλημένη γραμμή, πορεία ταξιδιού ή πρόσβασης σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations