bn:00027450n
Noun Concept
EL
δύσπιστος  άπιστος  δυσπιστος  μη πιστεύων
EL
Κάποιος που αρνείται να δεχτεί κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που αρνείται να δεχτεί κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet