bn:00053814n
Noun Concept
EL
υλιστής  υλιστική
EL
Αυτός που ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση μόνο των υλικών του αναγκών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση μόνο των υλικών του αναγκών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations