bn:00027458n
Noun Concept
Categories: Μηχανολογία, Αυτοκίνητο
EL
δισκόφρενο  δισκόφρενα  δαγκάνες
EL
Τα δισκόφρενα είναι τύπος συστήματος πέδησης, που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των φρένων σε σύγκριση με τα ταμπούρα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Τα δισκόφρενα είναι τύπος συστήματος πέδησης, που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των φρένων σε σύγκριση με τα ταμπούρα. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations