bn:00027506n
Noun Concept
EL
δυσαρέσκεια  discontentedness  δυσαρέστηση
EL
Δυσάρεστο συναίσθημα για μια κατάσταση και επιθυμία αλλαγής της Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δυσάρεστο συναίσθημα για μια κατάσταση και επιθυμία αλλαγής της Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet