bn:00086925v
Verb Concept
EL
δυσαρεστώ
EL
Προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά ή με τις ενέργειές μου που έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες, τις προσδοκίες ή τους σκοπούς του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά ή με τις ενέργειές μου που έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες, τις προσδοκίες ή τους σκοπούς του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet