bn:00027911n
Noun Concept
Categories: Μεραρχίες
EL
μεραρχία  στρατιωτική μονάδα  θωρακισμένο τμήμα  τμήμα πεζικού
EL
(στρατ.) οργανωμένο σώμα με αυτοτελή δομή υπό ενιαία διοίκηση, αρκετά μεγάλο να αντέχει σε μάχη Greek Open Multilingual WordNet
English:
military
army
military unit
Definitions
Relations
Sources
EL
(στρατ.) οργανωμένο σώμα με αυτοτελή δομή υπό ενιαία διοίκηση, αρκετά μεγάλο να αντέχει σε μάχη Greek Open Multilingual WordNet
Μεραρχία ονομάζεται μεγάλος στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς με δυνατότητα διεξαγωγής μεγάλων σε έκταση πολεμικών επιχειρήσεων, επιθετικών ή αμυντικών, με συνδυασμένη χρησιμοποίηση των επιμέρους όπλων εξ ων συγκροτείται και δια του συνόλου των μέσων που διαθέτει. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata