bn:00027918n
Noun Concept
EL
ναυτική μοίρα  ναυτική διαίρεση
EL
(στρατ.) ομάδα πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών του ίδιου τύπου, συνήθως συγκροτημένα σε δύναμη με ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική αποστολή Greek Open Multilingual WordNet
English:
naval
Definitions
Relations
Sources
EL
(στρατ.) ομάδα πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών του ίδιου τύπου, συνήθως συγκροτημένα σε δύναμη με ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική αποστολή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations