bn:00027985n
Noun Concept
EL
ουρά
EL
(στα ζώα )η επιμήκης και ευκίνητη προέκταση της σπονδυλικής στήλης πέρα από τον κορμό του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(στα ζώα )η επιμήκης και ευκίνητη προέκταση της σπονδυλικής στήλης πέρα από τον κορμό του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet