bn:00028425n
Noun Concept
EL
αβεβαιότητα  αμφιβολία  Αμφιβολία - Αμφισβήτηση  αμφιταλάντευση  δισταγμός
EL
Η έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς για κάποιον, κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources