bn:00009716n
Noun Concept
Categories: Αρετή, Θρησκευτική πίστη και δόγμα, Πίστη
EL
πίστη  δοξασία  πεποίθηση  δικαιολογημένη αληθινή πίστη  πεποιθήσεις
EL
Κάθε γνωστικό περιεχόμενο που αντιμετωπίζεται ως αληθινό Greek Open Multilingual WordNet
English:
religion
Definitions
Relations
Sources
EL
Πίστη είναι η αποδοχή ενός ισχυρισμού, γεγονότος ή δυνατότητας, ανεξάρτητα αν μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι. Wikipedia
Η βεβαιότητα ενός ατόμου για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, γεγονότος ή δυνατότητας, ανεξάρτητα αν μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι Wikidata